κερατίζει

κερατίζει
κερατίζω
butt with horns
pres ind mp 2nd sg
κερατίζω
butt with horns
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κίνδαξ — κίνδαξ, ακος, ό, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) ευκίνητος, γρήγορος 2. (κατά τον Φώτ.) κίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίνδ αξ. Η λ. εμφανίζει θ. κινδ < *ki nd (μηδενισμένη βαθμίδα ki τής ΙΕ ρίζας *kei «θέτω σε κίνηση, βρίσκομαι εν κινήσει» με επαύξηση nd …   Dictionary of Greek

  • κουτουλιάρικος — η, ο [κουτουλιά] (για ζώα) αυτός που χτυπά με τα κέρατά του, που κερατίζει …   Dictionary of Greek

  • κρουστικός — ή, ό (Α κρουστικός, ή, όν) [κρούω] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην κρούση ή αυτός που ενεργεί με κρούση, επικρουστικός («κρουστικό όπλο» το κρουσιφλεγές όπλο) 2. φρ. φυσ. «κρουστικό κύμα» ισχυρό κύμα πίεσης το οποίο διαδίδεται σε κάθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”